θάλλασα

Θάλασσα της νύχτας, μέδουσα, φίλη, φόρεμα βελούδινο του εξήντα,
με γόβα ασορτί, κόκκινα χείλη, σήμερα η μάνα μου τριάντα.
Κι’ εγώ μωρό, θάλασσα σε φοβάμαι, αρπάζεις καθώς λένε τα παιδιά,
“για ένα ταξιδάκι”, λες “θα πάμε”, κι΄ ύστερα τα αφήνεις στα βαθιά.

Τα δάκρυα μου σφραγίζω σε μπουκάλι, μήνυμα να στείλω στο ενενήντα,
πίσω μου το στέλνεις, δώρο στο σκοτάδι, θάλασσα που χαϊδεύεις την Χαλκίδα.
Ενενήντα συν, κι εγώ συν τριάντα, κι΄ η θάλασσα κι΄ η νύχτα μαύρη,
εγώ ξεφεύγω, μα με βρίσκει πάντα, ταξιδεύω πάλι σε μια πλάνη.

Κάποιος άφησε σβηστό τον γέρο-φάρο, και διέξοδο ζητάω στην φυγή,
με τάλαντα χρυσά πληρώνω φόρο, τα κύματα ορίζουν την ποινή.
Σπάω το γυαλί, κόκκινο το αίμα τρέχει, τα δάκρυα-μηνύματα πονούν,
η θάλασσα το πρόσωπό μου βρέχει, τα κύματα τους πόνους μου σκορπούν.-

No comments: