blues bar

Με ποτό και τσιγάρο κι΄ απόψε στο μπαράκι,
Κι΄ ο καπνός που ανεβαίνει, χειμωνιάτικη ανάσα,
Στο σκαμπό ακουμπώ, δίπλα μου ένα φιλαράκι,
Και ο δίσκος γυρνάει, φωνή νέγρικη, μπάσα.

Οι παρέες μιλούν, δεν γελούν κι΄ούτε κλαίνε,
Κλείνω μάτια κι΄αυτιά για ν’ ακούσω τι λένε,
τι θρηνούν, τι αγαπούν, ποιες αλήθειες ζητάνε.

Η κιθάρα πονά, το σαξόφωνο κλαίει,
Κι΄ η φωνή με λυγμούς για χαμένες ευκαιρίες,
Χρυσά δάκρυα κάθε λέξη, η φωνή μου μιλάει,
Μου ζητά να ξεχάσω όσες φύγαν αγάπες.

Μου χαϊδεύει τα’ αυτιά, τρυφερά με φιλάει,
Φιλαράκι-φωνή στις πληγές μου ακουμπάει,
Και στου εγώ μου τους βάλτους, βόλτα με πάει.

Κι΄ εκεί μέσα στο “blues bar” της γενέθλιας πόλης,
Με δυο νότες αγκαλιά μείναμ’ άθλιοι ξενύχτες,
Μια παρέα οι δήθεν εραστές της πλάνης,
Ένα βράδυ που περνά, βιαστικοί ταξιδιώτες.

Οι παρέες μιλούν, δεν γελούν κι΄ούτε κλαίνε,
Κλείνω μάτια κι΄αυτιά για ν’ ακούσω τι λένε,
τι θρηνούν, τι αγαπούν, ποιες αλήθειες ζητάνε.-

μάντεψε

Μάντεψε ποιος χτυπά την πόρτα της ψυχής σου την κλειστή,
και ποια τα δώρα που θα φέρει ο αγαπημένος σου απών.
Μάντεψε το όνειρο που απόψε σε οθόνη θα παιχθεί,
κι΄αν το αύριο είναι χθες και αύριο το χθες είναι παρόν.
Μάντεψε ποιος απ΄τη γιορτή σαν τον Χριστό θα σταυρωθεί,
και πόσοι απ΄όσους αγαπάς, ντύνονται ρόλους Δαναών.

Μάντεψε αν γέλιο και δάκρυ είναι αδέλφια δίδυμα,
σε μια επικίνδυνη στροφή, παρακαμπτήριος κλωστή.
Μάντεψε αν πεθαίνει αυτός, που ο πόνος τον διαπερνά
σαν σφαίρα σ’ άκρατη σιωπή, που έκανε λάθος διαδρομή.
Μάντεψε γιατί ο χρόνος χτυπά σαν άρρωστη καρδιά,
που χάραξε με στιλέτο ινδικό μια κόκκινη γραμμή.

Χωρίς παγίδες και φραγμούς κι΄ανθρώπινους περιορισμούς,
μάντεψε ποιος κουράστηκε να κρούει τα ρόπτρα του κινδύνου,
αδιάφορος για τους εχθρούς, περγαμηνές κι΄ αφορισμούς,
και τι κρυμμένο βρίσκεται πίσω απ΄το βήμα του Αρλεκίνου.

Και πόσα δάκρυα έσβησε το άδειο βλέμμα του Αρλεκίνου...-

νυχτερινός χορευτής

Μες της νύχτας το σκοτάδι, περπατάω μοναχός,
άλλο ένα περνά βράδυ, πουθενά δεν βλέπω φως,
αναπτήρας και τσιγάρο, αιωρούμαι στο κενό,
κανείς δεν μ’ακολουθάει, η σκιά μου και εγώ.

Ένας στύλος στην γωνία βγάζει φως ηλεκτρικό,
κίτρινη μορφή η πόλη, το τοπίο εχθρικό,
σαν κοιμάται αυτός ο τόπος, βλέπει όνειρα πολλά,
στα μπαράκια κατεβαίνω, κει που σύχναζα παλιά.

Η νύχτα μου χαμογελάει, τ΄ άστρα έστησαν χορό,
πονηρά μου κλείνει μάτι, με συμπάθησε θαρρώ,
κουρασμένο το φεγγάρι για το σπίτι του πετά,
τα παπούτσια μου χορεύουν, κι’είναι όλα μαγικά.

Κι΄ ότι αγγίξω, κι΄ όπου αγγίξω, δίνω χρώμα, μουσική,
το ραβδάκι μου χτυπάω, στράφτει η πόλη ζωντανή,
και χορεύω στις πλατείες και στους δρόμους τραγουδώ,
το τηλέφωνο χτυπάει και απότομα ξυπνώ.-

πεταλούδα, συνομοταξία 'λιάνα'

Γεννήθηκα, ανασαίνοντας το φως χιλιάδων ήλιων,
φορούσα σχήμα αρχέγονο, θεό αδελφικό,
θυμόμουνα το παρελθόν κι΄αγάπησα το μέλλον,
κι΄ όσοι πολύ μ’ αγάπησαν, με άφησαν μισό.

Σε φυλακή από γυαλί, στειρώσαν την ζωή μου,
σαν πεταλούδα σπάνια στ’απόλυτο κενό,
με κάρφωσαν, με σταύρωσαν, νεκρώσαν την ψυχή μου,
βασανισμένη από σκιές σε χώρο νεκρικό.

Με αλυσίδες νοητές μού μάτωσαν τα χέρια,
επαναστάτης-μάρτυρας, δαίμονες πολεμώ,
ονειροπόλος, μαχητής, στα πιο ψηλά κατάρτια,
ακούραστος, στην ύπαρξη δικαίωμα ζητώ.

Στενά σας πολιόρκησα και γκρέμισα τους πύργους,
και με μαχαίρι έκοψα τον Γόρδιο Δεσμό,
τα λάθη σας, τα πάθη σας, της γέννησης τους πόνους,
χίλια κομμάτια ο κόσμος σας, μα εγώ ξαναρχινώ.

Της μοναξιάς η φυλακή, του μόνου το σαράκι,
απέναντί σας στέκομαι, τα όπλα σας κοιτώ,
και με κοιτούν οι σφαίρες σας, της κάννης σας το μάτι,
σαν πεταλούδα ελεύθερη, πετώ στον ουρανό.-

λευκό χαρτί

Είμαι ένα λευκό χαρτί, που πάνω του ζωγράφησαν,
ένα κατάρτι και πανί, στην θάλασσα με άφησαν,
με καίει του ήλιου η πνοή.
Λευκό χαρτί, χωρίς γραμμές, χωρίς πυξίδα και σκοπό,
πλέω για χώρες άγνωστες, και άγνωστο προορισμό,
με γέρασαν οι θάλασσες, με γέλασαν οι θάλασσες.

Είμαι ένα βήμα στο κενό και πέτρινο χαμόγελο.
Είμαι το πρωινό φιλί, ένα νησί ιδανικό.

Μέσα στου ονείρου τον ναό, καραβοκύρης πειρατής,
την μοναξιά μου έχω θεό, είμαι του κόσμου ονειρευτής,
διαχρονικά μοναχικός.
Ταξιδεύω μακριά, στου μυαλού μου τις παρόδους,
μα δεν βλέπω πουθενά διέξοδο για άλλους κόσμους,
είμαι στου απείρου τον ναό, την μοναξιά μου έχω θεό.-

ο τελευταίος κουρσάρος

Γεννήθηκα ταξιδευτής στην παραλία της λήθης,
το κύμα γύρω άφριζε κι΄ ο άνεμος φωτιά,
στην κορυφή του φεγγαριού, εκούσιος ερημίτης,
του εαυτού μου απόγονος, βαριά κληρονομιά.

Ταξίδεψα στα σύμπαντα, με τα φτερά του ήλιου,
και γνώρισα το άπειρο, το έξω και εντός,
σε μια σπηλιά συνάντησα την απαρχή του χρόνου,
τραγούδησα με την ζωή, δεν μοιάζω κανενός.

Μοναδικός κι΄ αιώνιος στην παραλία της λήθης,
με άμμο χτίζω όνειρα, που η θάλασσα σκορπά,
κουράστηκα να περπατώ στα σύνορα της θλίψης,
ακρίτας, σταυροφόρος, σε πλοίο χωρίς πανιά.-

τα κουτιά του ονείρου

Ο ήλιος βουτάει στην άκρη του απείρου,
γελά η σκιά μου, την θέση μου πάλι ζητάει,
ανοίγω δειλά τα κουτιά του ονείρου,
κινούμενα σχέδια η ζωή μου κι΄ ο νους μου μεθάει.

Σύννεφο άσπρο στην πλάτη με παίρνει,
κι΄ ένας γέρος αγέρας παίζει τζαζ κάπου στ΄ αστέρια,
χορεύω κι΄ ένα ‘λα’ ψηλά με πετάει,
αγγελάκια λευκά με χαϊδεύουν μ΄ άυλα χέρια.

Στην πλατεία μουσικής και ονείρου,
ο Jim και η Janis με τον Μάρκο κάνουν παρέα,
έχω χαθεί στην οδό Αστροχώρου,
κι΄ ο λυράρης κλαίει για κάποια γυναίκα μοιραία.

Η ανάσα μου πάνω στο τζάμι παγώνει,
κι΄ ο ήλος βουτάει μακριά στην άκρη του απείρου,
σκοτεινιάζει κι΄ η βροχή δυναμώνει,
κι΄ η σκιά μου βουλιάζει (ξανά) στα κουτιά του ονείρου.-

αλήτισσα νύχτα

Απλώνει η νύχτα τα φτερά της,
στολίδια τ’αστέρια στα μαλλιά της,
στους δρόμους τ΄απόβραδα βολτάρει,
για θύματα, έρωτες και πλάνη.
Στα μπαρ και στα στέκια τριγυρίζει,
πάντα τα παιχνίδια της έτσι αρχίζει.
Αλήτισσα νύχτα...

Φουμάρει δυο-τρία τσιγαράκια,
μιλάει με τα άτακτα παιδάκια,
κουβέντα έχει στήσει με τους ξενύχτες,
φιλόσοφους, πότες και αλήτες.
Η νύχτα γελάει, η νύχτα γλεντάει,
η νύχτα σε ώρες μέσα γερνάει.
Αλήτισσα νύχτα...

Τα πρώτα τα φώτα την τρομάζουν,
οι ήχοι της ημέρας την κουράζουν,
στο σπίτι της βιαστικά γυρίζει,
ο ήλιος φιλάκια της χαρίζει.
“Κοιμήσου,γλυκιά μου, αύριο πάλι,
θα βγεις αγκαλιά με το φεγγάρι.”
Αλήτισσα νύχτα...-

τα 13 φεγγάρια του δία

Με την αγάπη τους για βάρκα, κατάρτι μια παλιά κιθάρα,
ξεκίνησαν μια μελωδία, τα δώδεκα παιδιά του Δία,
έτσι αρχίζει η ιστορία.
Κι΄ εμένα το (πιο) μικρό φεγγάρι, με πήρε τ΄ άγνωστο απ΄ το χέρι,
ξέπλυνα μ΄ασημένια δάκρυα, τα όνειρά μας τα χρυσά,
και το ταξίδι μου αρχινά.

Απόψε φόρεσα το μαύρο μου φουστάνι, και ψεύτικο χαμόγελο,
Κι΄ο γέροντας με πήρε σε βάρκα από μαόνι, ταξίδι δίχως γυρισμό.

Και χόρεψα στερνό χορό στα δάση του απείρου,
ταξίδι λησμονιάς, θα ζω στην λίμνη του ονείρου,
σε παγωμένο τζάμι είναι σφραγίδα το φιλί,
κι΄ η ανάσα μου πνοή, που ξεψυχάει στο γυαλί.-

μπαλάντα ροκ

Με πένα σκούρα κόκκινη στο πλαίσιο σχεδιάζω,
αφηρημένες έννοιες με κόκκινες γραμμές.
Από προχτές που προσπαθώ λεξούλες να ταιριάξω,
μου φαίνονται όμως όμοιες των ήχων οι πνοές.
Ότι κι΄ αν πω, έχει ειπωθεί.

Με σπρέι καρδούλες κόκκινες τους τοίχους θα γεμίσω,
λογάκια αγάπης γράφτηκαν χίλιες και μια φορές.
Το όνομά σου αστέρι μου στα τρένα θα σκαλίσω,
για να το πουν πως σ΄ αγαπώ χίλιες και μια φωνές.
Ότι κι΄ αν γράψω, έχει γραφεί.

Γι ΄ αυτό κι ΄ εγώ σου τραγουδώ,
μπαλάντα ροκ, ένα μικρό ερωτικό,
μια ροκ αγάπη στων σόλων τον ρυθμό.
Ένας και μία δεν κάνουν πλέον δύο,
κάνουν τραγούδι, κάνουν ροκ ηλεκτρικό.-

οι σκιές της κέρινης κούκλας

Ξυπνούν ξανά, κάτω απ΄ τα φώτα άλλη μια φορά,
όνειρα, ελπίδες, οι παιδικοί μου εφιάλτες,
ψέμα κι΄ αλήθειες, άμορφα τέρατα του χτες.

Το μυαλό πονά, να φύγω μάταιο κι΄ αυτό πια,
βάζουν φωτιά στην εύθραυστή μου ξεγνοιασιά.

Τυφλός κι΄ ανήξερος είμαι θαρρώ, αθώο θύμα μοιραίας μοίρας,
επικίνδυνο στήνουν χορό, οι σκιές της κέρινης κούκλας.

Τολμώ να μπω, στου εαυτού μου τον βυθό,
χωρίς λαό, φορώ στεφάνι ψεύτικο,
και περπατώ, στην κόλαση χωρίς σκοπό.

Κλάμα και πόνος, στην άβυσσο υπάρχω μόνος,
πετώ ν΄ αγγίξω, το ελπιδοφόρο ουράνιο τόξο.

Άγγελος στον παράδεισο ξανά, βαφτισμένος σε δάκρυα φωτιάς,
όχι πια σκλάβος, άφοβα κοιτώ τις σκιές της κέρινης κούκλας.-

φεύγω

Φεύγω, από κάποια αγκαλιά,
και τα φώτα μες στην πόλη είναι σβηστά.
Ξέρω, ίσως δεν σε δω ξανά,
και το νιώθω είμαι κοντά στο πουθενά.

Τώρα, σε σκοτάδια θα χαθώ,
την σκιά μου θα ΄χω μόνο συνοδό.
Θέλω, να ξεχάσω δεν μπορώ,
μια ζωή, ένα βιβλίο αδειανό.

Μια κέρινη κούκλα μου χαμογελάει,
το χέρι απλώνει στην δική της σκιά.
Η ζωή συνεχώς τις μορφές της αλλάζει,
η νύχτα πεθαίνει, την μέρα γεννά.-

ο κόσμος μου

Τους στίχους που ξεκίνησα να γράψω,
τους άφησα ατέλειωτους προχτές.
Την πόλη μου ξεκίνησα να βάψω,
του σκοταδιού να διώξω τις σκιές.

Τρένα πολύχρωμα θα δεις όταν χαράξει,
πάνω στις ράγες να σέρνονται ευχές.
Για όνειρα που θα ΄χουν πια ξεχάσει,
των φόβων τις αλλόκοτες κραυγές.

Τους στίχους που ξεκίνησα να γράψω,
τους άφησα ατέλειωτους προχτές.
Ψηλά τ΄ αστέρια πέταξα ν΄ ανάψω,
να ζώσω το φεγγάρι με φωτιές.

Κι΄ απόψε η νύχτα μάτια χίλια θα ΄χει,
να δει και να χαρεί τους εραστές.
Κι΄ η σιωπή φωνές θα τραγουδήσει,
τους στίχους που ξεκίνησα προχτές.-

επιστροφή

Να ΄μαι πάλι εγώ, φίλε στο στέκι σου, εδώ,
μάτια μου πνίξε το φως, να πιω απόψε πάλι μοναχός,
μέχρι να ΄ρθει το πρωί.

Φέρε το κόκκινο ποτό,
που τ΄ όνομά του πάντα ξεχνώ,
απόψε θα με στείλει ψηλά.
Παίξε ΄κείνο το δίσκο ξανά,
αυτόν που χόρευα παλιά,
για ν΄ απογειωθώ.

Τ΄ αστέρι το πιο λαμπερό,
πετράδι στον ουρανό,
στο αλκοόλ μου βουτά.
Οι αναμνήσεις βουνό,
τσιγάρο σκέτο και ποτό,
γύρισα πίσω, ραγισμένη καρδιά.-

η μαγισσούλα f-16

Tου πύργου της την γυάλινη πόρτα ανοίγει,
στην σκούπα ανεβαίνει, μεσάνυχτα και κάτι,
την γάτα της την Μπέκυ, αγκαλίτσα παίρνει,
στον ουρανό της πόλης για τσάρκες το βράδυ.

Ανάβει τ΄ αστέρια και μιλά στο φεγγάρι,
μαρσάρει την σκούπα και σε ράλι θα τρέξει,
παγωτό μ΄ αστροσκόνη σε λίγο θα πάρει,
και με τα φαντάσματα κρυφτούλι θα παίξει.

Με τ΄ αεροπλάνα κι΄ απόψε για κόντρες,
και κάθε της γέλιο κρυστάλλινες νότες,
η μαγισσούλα το γλεντάει τις νύχτες,
στην λεωφόρο με την σκούπα για σούζες.

Ο ήλιος ξυπνάει, το φεγγάρι νυστάζει,
κουρασμένη στον γυάλινο κόσμο γυρίζει,
“να πας στο σχολείο”, ο μπαμπάς της προστάζει,
την σκούπα παρκάρει και την τσάντα αρπάζει...-

οι ορίζοντες

Μακάριοι όσοι τόλμησαν να αγκαλιάσουν τον εχθρό,
και σκέφτηκαν, και μίλησαν, και πόλεμο πολέμησαν.
Μα πιο πολύ σεβάστηκα εκείνους που προσπάθησαν,
στο χώρο και στον χρόνο τους, να αγαπήσουν τον εχθρό.

Μακάριοι όσοι έβαψαν τα όνειρα με χρώματα,
κι΄ όσοι έξυπνα τα ΄σμιξαν και άλλα νέα έφτιαξαν.
Μα πιο πολύ αγάπησα εκείνους που κατάφεραν,
και νέους κόσμους γέννησαν, με όνειρα και χρώματα.

Μακάριοι οι ταξιδευτές που έγιναν ορίζοντες,
κι΄ όσοι γενναίοι τόλμησαν κοντά τους και πλησίασαν.
Μα πιο πολύ αγάπησα εκείνους που κατάφεραν,
το φως τους και το σκόρπισαν, πέρα απ΄ τους ορίζοντες.-

έλα

Έλα και πες μου τι να κάνω,
ποιες νότες να σου τραγουδώ,
και στο ταξίδι που υφαίνω,
μαζί σου θέλω να χαθώ.

Μέσα στο άψυχο (άβουλο, πέτρινο) όνειρό μου,
οι ανίεροι στήνουν χορό,
και σαν Ιούδας στο μέτωπό μου,
δίνεις φιλί αμαρτωλό.

Στην έρημο πώς να σε πείσω,
να στήσεις άγιο οχυρό,
με έρωτα να το ποτίζεις,
και μ΄ ένα δάκρυ από λωτό.-

σταθμοί

Περπατώ και το βήμα καρφί σε πληγή,
και το φως από νέον κοιτά την σκηνή,
δύο τρένα ξεχασμένα σε γραμμή εφεδρική,
γερασμένα, πληγωμένα, με ματιά σκοτεινή.

Με τρυπάει η βροχή, με παγώνει ο αγέρας,
κι΄ οι σκιές ζωγραφίζουν κάποιο άυλο τέρας,
το μοντέλο ντύνεται το χρυσόμαλλο δέρας.
Ο καφές που αχνίζει μου καίει τα χέρια,
μία μαύρη κουρτίνα έχει κρύψει τ’ αστέρια,
κι΄ ένας σκύλος ορίζει τα δικά του λημέρια.

Η βροχή θ΄ απλωθεί σαν δάκρυα στην πόλη,
το ποτάμι τις ντροπές μας πάλι θα πλύνει,
ένας άρρωστος ήλιος τα πλοκάμια του απλώνει,
οι εφιάλτες τρυπώνουν στις σκιές, ξημερώνει.

Και η πόλη θα γεμίσει και πάλι με φως,
γκρίζοι άνθρωποι γύρω μου, εγώ μοναχός,
μαριονέτες το θέατρο και ‘γώ μοναχός,
ένα αόρατο τείχος, τελευταίος σταθμός.-

παιχνίδι για δυο

Ορίζω κανόνες και χαράζω τους χώρους,
και ρίχνω για ζάρια κοχύλια της άμμου,
μια κριτής και μια παίχτης, αλλάζω τους νόμους,
το πρωί θα με βρει νικητή του εαυτού μου.

Σημαδεμένα χαρτιά, τραβώ κι΄ ότι πάρω,
έτσι κι αλλιώς κάποιοι μου ΄χουν δέσει τα χέρια,
σ΄ ένα ανύπαρκτο σκάκι σε μαύρο και μαύρο,
σ΄ ένα γκρίζο (μαύρο) ουρανό, με τρύπια αστέρια.

Νικητές και χαμένοι, καινούρια παρτίδα,
για ένα παιχνίδι, μ΄ εμένα κι΄ εμένα,
καινούρια ευκαιρία, γυρίζω σελίδα,
παιχνίδια για δύο, που είμαστε ένα.-

ωραίος χειμώνας

Κι όμως, ήταν ωραίος ο χειμώνας που γέρασε,
κι ας έβρεχε ασταμάτητα ο Θεός πληγές,
κι ας χιόνιζε μελαγχολία πάνω μας η πόλη,
κι ας σκόρπισε τα όνειρά μας ο αγέρας που πέρασε,
κι ας μοίραζαν οι ουρανοί τις μοναξιές,
κι ας περπατούσαμε τα έρημα σοκάκια μόνοι.

Κι ίσως να ήταν ωραίος ο χειμώνας που πέθανε,
γιατί ο θάνατος γέννησε την ελπίδα,
γιατί, θες, μας έγιανε η λαχτάρα να ζήσουμε,
γιατί ανοίξαμε την καρδιά στον ήλιο που ζέσταινε,
γιατί η αγάπη δεν ήταν παγίδα,
γιατί από νύμφες, πεταλούδες θα φύγουμε.-

περιθώρια

Σ΄ άσπρο χαρτί τα όρια, το μολύβι μου μηχανικό,
ζωγραφίζω αμήχανα, προσωπεία και μάσκες,
και ζω σε κόσμους που τους έπλασα μα δεν με έπλασαν.
Η μοναξιά κι΄ η τρέλα ειν΄ αδέλφια, δεν είναι μυστικό,
και οι σκιές κρύβονται πίσω από μαύρες κουρτίνες,
σαν φίνο άρωμα με φορούν όσοι μ’ αγάπησαν.

Όταν αγάπησα το έκανα με πάθος,
κι΄ ότι με πόνεσε με πάθος έγινε κι΄ αυτό,
ξεπέρασα τα όρια.
Τα όσα έζησα δεν ήταν κατά λάθος,
και γω, αράχνη - Κλυταιμνήστρα πλέκω τον ιστό,
να ζω στα περιθώρια.-

προσωπικά βιώματα

Λέω να γυμνωθώ (εδώ) μπροστά σας,
προσωπικά βιώματα, τα βίαιά μου χρώματα.
(Μαύρο) ψυχρό στιλέτο στα πλευρά σας,
άφωνα θα΄ ναι στόματα, φαντάσματα ασώματα.

Λέω τις δικλείδες μου (για σας) να σπάσω,
της μουσικής τ΄ αρώματα, και των φωνών τα χρώματα.
(Ωδές) τα πάθη μου να τραγουδήσω,
της θλίψης τα καμώματα, σκόρπιες στιγμές στα χώματα.

Λέω να σας πω (ξανά) κάποιες αλήθειες,
μα της ψυχής τα κλάματα με πνίγουν τα χαράματα.-

κι' εγώ εδώ

Στο πάτωμα ξαπλώνεις, σαν γάτα που χαϊδεύουν,
γελάς, μ΄ αναστατώνεις, την νύχτα η πόλη ντύνεται.
Κεράκια αναμμένα, φωτίτσες που χορεύουν,
για σένα και για μένα, ο κόσμος, σβήνει, χάνεται.

Κι΄ εγώ, εδώ, σαν γλυκό κρασί να σε γεύομαι,
κι΄ εγώ, εδώ, σε ρόλο-θύμα στα παιχνίδια σου,
να τρέμω στα χάδια σου.

Η ανάσα σου βαραίνει, κι΄ εγώ στην αγκαλιά σου,
ο ύπνος σου πηγαίνει, και το φιλί σου λάφυρο.
Γλιστρά απ΄ το μαξιλάρι, μια τούφα απ΄ τα μαλλιά σου,
σκάλωσε το φεγγάρι σαν πόστερ στο παράθυρο.

Κι΄ εγώ, εδώ, σε κοιτώ να μ΄ ονειρεύεσαι,
κι΄ εγώ, εδώ, φρουρός πιστός στα όνειρά σου,
μεθώ με τ΄ άρωμά σου.-

λευκή συμφωνία (σοφτ πορνό)

Λευκή συμφωνία για σεντόνια και χιόνι,
μουσική κλασική, παθιασμένο βαλσάκι,
πυρετός, μετουσίωση άμορφου πάθους,
και πόθων, μηδενική περίπτωση λάθους.

Στο σκοτάδι το άσπρο του κορμιού, του χιονιού,
ο αγέρας κι΄ η αγάπη στροβιλίζουν τον νου,
πανάρχαιοι χοροί, καυτοί κόμποι ιδρώτα,
τίποτα πια δεν θα ναι το ίδιο όπως πρώτα.

Κοιμισμένη γη, βουβή σε λευκή σιωπή,
το κρεβάτι μας ντύνεται ουράνιο τόξο,
πολύχρωμα λόγια αγάπης, θεία βροχή,
θα λιώσουν, θα σκορπίσουν των φόβων τον πάγο.-

τρένα φυγής

Μοιραίοι επιβάτες όσοι αναλώθηκαν,
σε τρένα φυγής και σε στάσεις κινδύνου,
θύματα εμείς, κι΄ οι ιδέες που πούλησαν,
ξεδιάντροπα κάποιοι ιππότες του μύθου.

Καθώς σε κοιτώ, που κάθεσαι απέναντι,
συνεπιβάτη μου να μιλάς στο κενό,
η εικόνα οικεία, σαν σε καθρέφτη,
μας αναγνωρίζω, το σενάριο γνωστό.

Παραμύθια γλυκά, πονηρά μας νανούρισαν,
και με λόγια αδιάφορα μας κοιμίζουν τον νου,
τις εικόνες ξεθώριασαν, τις αρχές παραβίασαν.
Οι αλυσίδες μας έσπασαν, οι μάσκες τους ράγισαν,
και το τρένο των ονείρων πετάει γι΄ αλλού
οι δικλείδες λειτούργησαν, οι ασφάλειες έπεσαν.-

μάσκες

Με ξέχασες μέσα σ΄ ένα ποτήρι ραγισμένο,
και μ΄ έκαψες, μα ήταν δάκρυα ψεύτικα.
Σε φίλησα, χαμόγελο ακρωτηριασμένο,
σε γυάλινους λαβύρινθους μπερδεύτηκα.

Σε πύρινους καθρέφτες ψάχνω για το είδωλό μου,
κοίλα κάτοπτρα, κίβδηλα προσωπεία.
Ο κόσμος που γυάλιζε, ήταν μόνο στο μυαλό μου,
κι΄ ολοκληρώνεται μια άδοξη θυσία.

Σε ξύλινες γέφυρες που σαπίζει η αλμύρα,
χορεύουμε επικίνδυνο χορό που μοιάζει θάνατο.
Στου καθενός την γέφυρα κάποια μοιραία μοίρα,
πετά τα πέπλα στο νερό, με πέτρινο χαμόγελο.-

αλμυρό χαμόγελο

Με ξέχασες μέσα σ΄ ένα ποτήρι ραγισμένο,
και μ΄ έκαψες, μα ήταν δάκρυα ψεύτικα.
Σε φίλησα, χαμόγελο ακρωτηριασμένο,
σε γυάλινους λαβύρινθους μπερδεύτηκα.

Σε πύρινους καθρέφτες ψάχνω για το είδωλό μου,
κοίλα κάτοπτρα, κίβδηλα προσωπεία.
Ο κόσμος που γυάλιζε, ήταν μόνο στο μυαλό μου,
κι΄ ολοκληρώνεται μια άδοξη θυσία.

Σε ξύλινες γέφυρες που σαπίζει η αλμύρα,
χορεύουμε επικίνδυνο χορό που μοιάζει θάνατο.
Στου καθενός την γέφυρα κάποια μοιραία μοίρα,
πετά τα πέπλα στο νερό, με πέτρινο χαμόγελο.-

σε ψάχνω

Σε ψάχνω, μέσα στις γκρίζες τις σκιές,
και του μυαλού μου τις αποσκευές.
Σε ψάχνω, ρίχνω χαρτιά, κάνω ευχές,
κοιτώ (μετρώ) των άστρων τις διαδρομές.

Στο πλήθος, στους δρόμους σε ψάχνω,
στις ερημιές και στις πλατείες,
στων ερτζιανών τις συνοικίες,
μα εσύ εισ΄ αλλού.

Σε ψάχνω, στων τετραδίων τις γραμμές
και στων βιβλίων τις κενές σειρές.
Σε ψάχνω στις ανοιξιάτικες βροχές,
πίσω (κάτω) από δάκρυα που άναψαν φωτιές.

Στων φίλων τις μνήμες σε βρίσκω,
στις γήινες τις απουσίες,
στων αστεριών τις μελωδίες,
πετάς γι΄ αλλού (κι ας είσαι αλλού).-

το πλοίο

Το πλοίο κίνησε αργά, ταξίδι για τον κόσμο,
σήκωσε τ΄ασπρα του πανιά και χάθηκε στον χρόνο.
Ταξίδευε η ελπίδα μας κι΄ έψαχνε γι΄ άλλους κόσμους,
γύρευε λόγους λησμονιάς, και της ψυχής τους τόπους.

Βρήκε την γη των πειρατών, πελώριων γιγάντων,
τεράτων και αρπακτικών, γη των ονειροκτόνων.

Κι΄ αυτοί γλυκά μας μίλησαν, κούρσεψαν την ζωή μας,
τα λόγια τους μας μάγεψαν και κλέψαν την ψυχή μας.
Ξεχάσαμε το παρελθόν, σκοτώσαμε το μέλλον,
γίναμε θύμα των καιρών, ονειρευτές ευκαιριών.

Φιμώσαμε τους ποιητές και την συνείδησή μας,
χαρίσαμε στους πειρατές, εμάς και το νησί μας.-

μια δύσκολη νύχτα

Όταν μέσα από ανέραστες καλωδιώσεις,
και με υπόγεια σύρματα,
περάσω τα μηνύματα,
την νύχτα αυτή πεθαίνω.
Στους φίλους μου που έχασα,
με κλάψαν και τους έκλαψα,
τις πλάτες μου γυρνάω.

Απόψε θα είναι μια δύσκολη νύχτα,
των κολασμένων, των φαντασμάτων,
στις γειτονιές των αδυνάτων.
Απόψε θα είναι μια δύσκολη νύχτα,
των πονεμένων κι΄ αδικημένων,
στις παραλλήλους των χαμένων.
Απόψε θα είναι μια δύσκολη νύχτα,
των πληγωμένων κι΄ ερωτευμένων,
στις φυλακές των προδομένων.

Κι΄ αν στων ανέμων τις κραυγές μ΄ αναγνωρίσεις,
παρέα με φαντάσματα,
εξαγνισμένα πλάσματα,
τα λάθη μου μετράω.
Την νύχτα αυτή που γέρασα,
τα πάθη μου ξεπέρασα, κι΄ ύστερα μ’ ανασταίνω.-

ο ροζ - κόκκινος κόσμος

Κι' ύστερα, ο ήλιος κρύφτηκα πίσω απ’ τα σύννεφα,
και τους ψιθύρισε ποιος ξέρει τι κρυφά,
κι΄ αυτά γίνηκαν απ’ την ντροπή ροζ-κόκκινα,
σαν τα ζαχαρωτά που τρώνε τα παιδιά.

Ροζ-κόκκινη στην μουντή πόλη έπεσε βροχή,
κι' έδωσε χρώμα στα γκρίζα όνειρά μας,
και χτύπησε το τζάμι μας, και χόρεψε, η τρελή,
μας φίλησε και μπήκε στην καρδιά μας.

Κι' όταν η νύχτα ήρθε στην πόλη να ξαπλώσει,
να κοιμηθεί, στα μέρη σκοτάδι να απλώσει,
το ροζ, παρέα με κόκκινο, έκανε μουσική.
Ροζ-κόκκινα τα όνειρα, ροζ-κόκκινοι χοροί,
ροζ-κόκκινες αγάπες, ροζ-κόκκινη ζωή,
ροζ-κόκκινοι άνθρωποι, ροζ-κόκκινη πηγή.-

ανθρωπάκια

Κάποια μικρά ανθρωπάκια, μόνο λίγοι τα έχουν δει,
οι τρελοί και τα παιδάκια, ίσως κι΄ η γάτα μου η ξανθή.

Κάνουν βουτιές στο μελάνι, τρέχουν ράλι στο κρεβάτι,
μπερδεύοντας τους στίχους μου, στοιχειώνοντας τον ύπνο μου.

Με σπιρτόκουτο πιρόγα, εκστρατεία στην μπανιέρα,
με ένα στραβό πιρούνι μου, πληγώνουν το σαπούνι μου.

Το πικ-απ παιδική χαρά, και του ράδιου τα ερτζιανά,
για βιόλα την κιθάρα μου, καπνίζουν τα τσιγάρα μου.

Στον καθρέφτη με παιδεύουν, σαν δουλεύω κοροϊδεύουν,
και χώνονται στα ρούχα μου, ξοδεύουν την ανάσα μου.

Κάποια μικρά ανθρωπάκια, που ναι όσο μια σπιθαμή,
της ψυχής μου κομματάκια (διαβολάκια), με ξυπνούν κάθε πρωί .-

μια ζωή στην άρπα - κόλα

Δωμάτιο θαμπό απ΄ τα τσιγάρα,
στους τοίχους παιχνιδίζει το μπλε φως,
κι΄ εκεί που λέω να σηκωθώ να φύγω,
σκέφτομαι «που να πάω τώρα μοναχός».

Μ΄ ένα ποτό, το σκύλο για παρέα,
βουλιάζεις (αράζεις) στην μεγάλη πολυθρόνα,
σειρές, διαφημίσεις, μετά νέα,
του κόσμου να ΄χω πάρει μια εικόνα.

Άλλη μια νύχτα πάλι θα περάσει,
με γεύσεις που επιβάλλει η T.V.,
λύνεις προβλήματα ανύπαρκτων ηρώων ,
και αγνοείς την ίδια την ζωή.

Και το όνειρό σου είναι κάποια μέρα,
πέντε λεπτά απ’ το γυαλί,
αυτό που καθρεφτίζεσαι εμπρός του,
ή εκείνο όπου κλείστηκες εσύ.

Άλλη μια νύχτα πάλι έχει περάσει,
μικρός στην μοναξιά σου την μικρή (φτηνή),
άυλος ήρωας, αυτοτελών (απατηλών) ονείρων,
πάλι κομπάρσος θα ΄σαι το πρωί.-

η νύχτα

Η νύχτα απλώνει τα δίχτυα στην πόλη,
ανάβουν τα φώτα, πολύχρωμα φώτα,
μονάχος και πάλι, μες στο σκοτάδι,
μονάχος όπως πρώτα, μονάχος ξανά.

Και μοιάζει η ζωή μου, φθαρμένο βιβλίο,
σελίδες σκισμένες, κεφάλαια με κενά,
σιωπή και αστέρια, τοπίο νεκρωμένο,
η μέρα πεθαίνει την νύχτα γεννά.

Τ΄ αστέρια της νύχτας, περίεργα μάτια,
ουράνιοι κατάσκοποι, σπουδάζουν την γη,
ανάβω κεράκια στα άδεια δωμάτια,
στους τοίχους φαντάσματα, σκιές και σιωπή…

Σιωπή φορτωμένη κραυγές.-

θάλλασα

Θάλασσα της νύχτας, μέδουσα, φίλη, φόρεμα βελούδινο του εξήντα,
με γόβα ασορτί, κόκκινα χείλη, σήμερα η μάνα μου τριάντα.
Κι’ εγώ μωρό, θάλασσα σε φοβάμαι, αρπάζεις καθώς λένε τα παιδιά,
“για ένα ταξιδάκι”, λες “θα πάμε”, κι΄ ύστερα τα αφήνεις στα βαθιά.

Τα δάκρυα μου σφραγίζω σε μπουκάλι, μήνυμα να στείλω στο ενενήντα,
πίσω μου το στέλνεις, δώρο στο σκοτάδι, θάλασσα που χαϊδεύεις την Χαλκίδα.
Ενενήντα συν, κι εγώ συν τριάντα, κι΄ η θάλασσα κι΄ η νύχτα μαύρη,
εγώ ξεφεύγω, μα με βρίσκει πάντα, ταξιδεύω πάλι σε μια πλάνη.

Κάποιος άφησε σβηστό τον γέρο-φάρο, και διέξοδο ζητάω στην φυγή,
με τάλαντα χρυσά πληρώνω φόρο, τα κύματα ορίζουν την ποινή.
Σπάω το γυαλί, κόκκινο το αίμα τρέχει, τα δάκρυα-μηνύματα πονούν,
η θάλασσα το πρόσωπό μου βρέχει, τα κύματα τους πόνους μου σκορπούν.-

εκδρομή στον παράδεισο

Κι΄ ύστερα έπεφτε και πάλι το σκοτάδι,
κι ανάβαμε κεράκια, ροζ τριανταφυλλάκια,
μας σκέπαζ’ η νύχτα, μεταξωτό σεντόνι,
στα κορμιά μας τατουάζ, τρυφερά φιλάκια.

Παραλλαγές μοτίβου στους τοίχους οι σκιές,
σώμα δικέφαλο και τα χέρια λουλούδια,
της Αναγέννησης εικόνες προφητικές,
το ράδιο έπαιζε ρομαντικά τραγούδια.

Κι΄ έπειτα άγγιγμα, φιλί, κι΄ ο χρόνος σταματούσε,
ο χώρος γύρω έλιωνε κι΄ ο ουρανός κοιτούσε,
ένας μικρούλης έρωτας από ψηλά γελούσε,
για τον Παράδεισο εκδρομή μαζί μας ξεκινούσε.-